Ετυμολογία

επεξεργασία
canarder < canard

canarder (fr)

  1. (οικείο) πυροβολώ κάποιον από προστατευμένο μέρος, σαν να επρόκειτο για το κυνήγι της πάπιας
  1. τραγουδώ ή αντηχώ στραβά
  2. (ναυτικός όρος) (για πλοίο) βουλιάζω από την πλώρη (όπως κάνουν οι πάπιες όταν βάζουν το κεφάλι τους στο νερό)

Συγγενικά

επεξεργασία
  •  δείτε τη λέξη canard