Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
cailloutage cailloutages

  Ουσιαστικό επεξεργασία

cailloutage (fr) αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη caillou