Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

cache-misère < cacher + misère

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ενικός πληθυντικός
cache-misère cache-misère
και cache-misères

cache-misère (fr) αρσενικό

  1. ευπαρουσίαστο ένδυμα που φοριέται πάνω από άλλα, τα οποία είναι σε κακή κατάσταση
  2. (μεταφορικά) οτιδήποτε μπορεί να κρύψει την κακή κατάσταση ενός πράγματος