Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

caçula (pt) < από τη λέξη kasula των Μπαντού

ενικός πληθυντικός
caçula caçulas

  Ουσιαστικό επεξεργασία

caçula (pt)