byzantinisme
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- byzantinisme < byzantin
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /bizɑ̃tinism/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
byzantinisme | byzantinismes |
byzantinisme (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
byzantinisme | byzantinismes |
byzantinisme (fr) αρσενικό