butu
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαbutu (eo)
- προστακτική του ρήματος buti
Ετυμολογία
επεξεργασία- butu < (άμεσο δάνειο) ακάν butu[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈbʊtʊ/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : bu‐tu
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
butu | butu dem |
butu (jam)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ F.G. Cassidy, R.B. Le Page (2002) (στα τζαμαϊκανά). Dictionary of Jamaican English. University of the West Indies Press. σελ. 86. ISBN 9789766401276. books.google
- ↑ Dennis Chung (2013) (στα τζαμαϊκανά). Butu in a Benz. The Jamaica Observer. jamaicaobserver.com