Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

butteur < butter

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
butteur butteurs

butteur (fr) αρσενικό

  • (κηπουρική) εργαλείο που έχει βάση σε μορφή κεφαλαίου λάμδα (Λ) και χρησιμεύει στο να φέρνει το χώμα στη βάση των φυτών

Συγγενικά επεξεργασία

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία