Άνοιγμα κύριου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Κοντινά
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
buttage
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Γαλλικά (fr)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικές λέξεις
Γαλλικά
(fr)
Επεξεργασία
Ετυμολογία
Επεξεργασία
buttage
<
butter
Ουσιαστικό
Επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
buttage
buttages
buttage
(fr)
αρσενικό
το φτιάξιμο ενός μικρού
τύμβου
στη βάση ενός
φυτού
Συγγενικές λέξεις
Επεξεργασία
butter
butteur
buttoir