burrasca
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /burˈra.ska/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαburrasca (it) θηλυκό (πληθυντικός burrasche)
Πηγές
επεξεργασία- burrasca - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).