bunteco
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bunteco | buntecoj |
αιτιατική | buntecon | buntecojn |
bunteco (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bunteco | buntecoj |
αιτιατική | buntecon | buntecojn |
bunteco (eo)