bunk off
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | bunk off |
γ΄ ενικό ενεστώτα | bunks off |
αόριστος | bunked off |
παθητική μετοχή | bunked off |
ενεργητική μετοχή | bunking off |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
bunk off (en)
Πηγές επεξεργασία
- bunk off - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)