buŝelo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- buŝelo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | buŝelo | buŝeloj |
αιτιατική | buŝelon | buŝelojn |
buŝelo (eo)
- το μόδι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | buŝelo | buŝeloj |
αιτιατική | buŝelon | buŝelojn |
buŝelo (eo)