Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

bruli < brul- + -i

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα bruli
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας brulas brulanta brulata
αόριστος brulis brulinta brulita
μέλλοντας brulos brulonta brulota
υποθετική brulus - -
προστακτική brulu - -

bruli (eo)

  1. καίω
  2. καίγομαι
  3. (μεταφορικά) φλέγομαι, ανυπομονώ, « βράζω »



Ίντο (io) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

bruli (io)