brontosaurus
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- brontosaurus < (άμεσο δάνειο) νεολατινική brontosaurus < αρχαία ελληνική βροντή + σαῦρος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
brontosaurus (en)
- (δεινόσαυρος) βροντόσαυρος, που ανήκει στο γένος Brontosaurus
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- brontosaurus στην αγγλική Βικιπαίδεια