broiement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
broiement | broiements |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαbroiement (fr) αρσενικό
- (σπάνιο, λόγιο) συντριβή
- (ιατρική) η συντριβή ενός αντικειμένου πριν την εξαγωγή του από το σώμα
- → δείτε τη λέξη lithotritie
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη broyer