ενικός         πληθυντικός  
broiement broiements

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

broiement (fr) αρσενικό

  1. (σπάνιο, λόγιο) συντριβή
     συνώνυμα: broyage
  2. (ιατρική) η συντριβή ενός αντικειμένου πριν την εξαγωγή του από το σώμα
    → δείτε τη λέξη  lithotritie

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη broyer