Ετυμολογία

επεξεργασία
brisable < briser + -able

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
brisable brisables

brisable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία