bretaro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bretaro | bretaroj |
αιτιατική | bretaron | bretarojn |
bretaro (eo)
- η βιβλιοθήκη, το έπιπλο με ράφια
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bretaro | bretaroj |
αιτιατική | bretaron | bretarojn |
bretaro (eo)