ενικός         πληθυντικός  
breadboard breadboards
 
2. breadboard

  Ετυμολογία

επεξεργασία
breadboard < bread + board

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈbɹɛdbɔːd/ & /ˈbrɛdbɔːd/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

breadboard (en)

  1. ψωμοσανίδα, το ξύλο κοπής ψωμιού, αρτοσανίδα, σανίδα κοπής άρτου
    (δεν επιτρέπεται να κόβεται τυρί και κυρίως κρέας εκεί, βλ. Ενιαίος Φορέας Ελέγχου Τροφίμων)
     συνώνυμα: cutting board
  2. (ηλεκτρονική) πλακέτα διασύνδεσης χωρίς κολλήσεις, ράστερ, πλακέτα δοκιμών, πλακέτα γενικών συνδέσεων
     συνώνυμα: plugboard, terminal array board, solderless breadboard

Δείτε επίσης

επεξεργασία