Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

/breɪnd/

επιθετικό συνθετικό επεξεργασία

  Επίθετο
brained (en)

ως δεύτερο συνθετικό, -μυαλος (,-όμυαλος), -εγκέφαλος, -η, -ο

  • big-brained: μεγαλόμυαλος, -η, -ο
  • cock-brained: κοκορόμυαλος, -η, -ο (ανόητος, scatterbrained)