boulette
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- boulette < boule
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
boulette | boulettes |
boulette (fr) θηλυκό
Εκφράσεις επεξεργασία
- faire une boulette: κάνω χαζομάρα
ενικός | πληθυντικός |
boulette | boulettes |
boulette (fr) θηλυκό