γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό bouffon bouffons
θηλυκό bouffonne bouffonnes

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

bouffon (fr) αρσενικό

  1. ο αγροίκος, ο άξεστος
  2. ο γελωτοποιός
  3. (υβριστικό) ο ηλίθιος, ο μαλάκας (μπορεί να χρησιμοποιηθεί με πολλές έννοιες)