bouffon
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | bouffon | bouffons |
θηλυκό | bouffonne | bouffonnes |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαbouffon (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | bouffon | bouffons |
θηλυκό | bouffonne | bouffonnes |
bouffon (fr) αρσενικό