παραθετικά
θετικός bluntly
συγκριτικός more bluntly
υπερθετικός most bluntly

  Ετυμολογία

επεξεργασία
bluntly < blunt + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

bluntly (en)

  • ωμά, χωρίς περιστροφές, λέω κάτι χωρίς να προσπαθώ να είμαι ευγενικός
    ⮡  He spoke to me bluntly.
    Μου μίλησε ωμά.
    ⮡  To put it bluntly
    Για να τα πούμε χωρίς περιστροφές