blito
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- blito < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | blito | blitoj |
αιτιατική | bliton | blitojn |
blito (eo)
- το βλίτο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | blito | blitoj |
αιτιατική | bliton | blitojn |
blito (eo)