blefarito
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- blefarito < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | blefarito | blefaritoj |
αιτιατική | blefariton | blefaritojn |
blefarito (eo)
- (ιατρική) η βλεφαρίτιδα