Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
bitch bitches

bitch (en)

  1. η σκύλα (το θηλυκό σκυλί ή υβριστικός χαρακτηρισμός)
  2. (χυδαίο) ο/η παθητικός/ή σε μια σχέση (συχνά ειρωνικά για κάποιον που ηττήθηκε)
    ⮡  You are going down! You're so gonna be my bitch tonight. λείπει η μετάφραση

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • life's a bitch and then you die (επίσης: life's a bitch): δηλώνει γενική απαισιοδοξία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
ενεστώτας bitch
γ΄ ενικό ενεστώτα bitches
αόριστος bitched
παθητική μετοχή bitched
ενεργητική μετοχή bitching

bitch (en)

  • παραπονιέμαι, γκρινιάζω
    ⮡  Quit bitching about the problem and do something about it - Σταμάτα να γκρινιάζεις για το πρόβλημα και κάνε κάτι γι' αυτό.