bishop
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
bishop | bishops |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαbishop (en)
- (χριστιανισμός) ο επίσκοπος, ο δεσπότης
- (σκάκι) ο αξιωματικός, ο τρελός
- (αργκό) το πουλί, το πέος
Δείτε επίσης : Bishop |
ενικός | πληθυντικός |
bishop | bishops |
bishop (en)