bienvenutage
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- bienvenutage < bienvenuter
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
bienvenutage | bienvenutages |
bienvenutage (fr) αρσενικό
- (οικείο) (πληροφορική) το καλωσόρισμα
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
bienvenutage | bienvenutages |
bienvenutage (fr) αρσενικό