bienveillant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | bienveillant | bienveillants |
θηλυκό | bienveillante | bienveillantes |
bienveillant (fr)