bibliofil
Ρουμανικά (ro)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbibliofil (ro) αρσενικό
Κλίση
επεξεργασία κλίση του bibliofil
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | un bibliofil | bibliofilul | nişte bibliofili | bibliofilii |
γενική | a unui bibliofil | bibliofilului | a unor bibliofili | bibliofililor |
δοτική | unui bibliofil | bibliofilului | unor bibliofili | bibliofililor |
αιτιατική | un bibliofil | bibliofilul | nişte bibliofili | bibliofilii |
κλητική | — | - | — | - |
Σερβοκροατικά (sh)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /bibliǒfiːl/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : bib‐li‐o‐fil
Ουσιαστικό
επεξεργασίαbibliofil (sh) (κυριλλική γραφή: библиофил) αρσενικό
Κλίση
επεξεργασία κλίση του bibliofil
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | bibliofil | bibliofili |
γενική | bibliofila | bibliofila |
δοτική | bibliofilu | bibliofilima |
αιτιατική | bibliofila | bibliofile |
κλητική | bibliofile | bibliofili |
τοπική | bibliofilu | bibliofilima |
οργανική | bibliofilom | bibliofilima |