Ουσιαστικό

επεξεργασία

bibliofil (ro) αρσενικό


  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /bibliǒfiːl/
τυπογραφικός συλλαβισμός: bib‐li‐o‐fil

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

bibliofil (sh) (κυριλλική γραφή: библиофил) αρσενικό