Ετυμολογία

επεξεργασία
berceuse <(άμεσο δάνειο) γαλλική berceuse

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

berceuse (en)

Συνώνυμα

επεξεργασία



  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /bɛʁ.søz/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
berceuse berceuses

berceuse (fr) θηλυκό

  1. (μουσική) το τραγούδι για το νανούρισμα
  2. (κατ’ επέκταση) το κομμάτι μουσικής του οποίου ο ρυθμός θυμίζει ένα νανούρισμα
  3. η κουνιστή καρέκλα
     συνώνυμα: rocking-chair

Συγγενικά

επεξεργασία