battement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
battement | battements |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαbattement (fr) αρσενικό
- το χτύπημα, ο χτύπος
- (χορός) η κίνηση του ποδιού που κινείται στον αέρα και γυρίζει πίσω στη θέση του
- το χρονικό διάστημα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη battre