Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

baris (eo)

  • αόριστος του ρήματος bari

Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

baris < (αρχαία ελληνική) βᾶρις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

baris

  1. πλοιάριο, βάρκα
    et Tiberim Nili cogere ferre minas,/Romanamque tubam crepitanti pellere sistro,/baridos et contis rostra Liburna sequi (Propertius, Ελεγείες, 3, 11)
  2. ποταμόπλοιο
  3. σχεδία

Κλίση επεξεργασία

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική bāris bāridēs
γενική bāridos bāridum
δοτική bāridī bāridibus
αιτιατική bāridim bāridēs
κλητική bāris bāridēs
αφαιρετική bāridī bāridibus