barışan
Τουρκικά (tr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- barışan < barış(mak) + -an
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαbarışan (tr)
- που ειρηνεύει, που συμφιλιώνει
- ⮡ Eski eşiyle barışan ünlü şarkıcı yeniden evleneceklerini söyledi.
- Η γνωστή τραγουδίστρια, που συμφιλιώθηκε με τον πρώην σύζυγό της, είπε ότι θα παντρευτούν ξανά.
- ⮡ Eski eşiyle barışan ünlü şarkıcı yeniden evleneceklerini söyledi.