bandoulière
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- bandoulière < μέση γαλλική bandoulliere
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /bɑ̃.du.ljɛʁ/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
bandoulière | bandoulières |
bandoulière (fr) θηλυκό
- ο αορτήρας
ενικός | πληθυντικός |
bandoulière | bandoulières |
bandoulière (fr) θηλυκό