bandito
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- bandito < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bandito | banditoj |
αιτιατική | banditon | banditojn |
bandito (eo)
- ο ληστής
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bandito | banditoj |
αιτιατική | banditon | banditojn |
bandito (eo)