bandaĝo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- bandaĝo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bandaĝo | bandaĝoj |
αιτιατική | bandaĝon | bandaĝojn |
bandaĝo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bandaĝo | bandaĝoj |
αιτιατική | bandaĝon | bandaĝojn |
bandaĝo (eo)