baisement
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- baisement < baiser
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /bɛ.z(ə)mɑ̃/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
baisement | baisements |
baisement (fr) αρσενικό
- (παρωχημένο) (θρησκεία) φίλημα
ενικός | πληθυντικός |
baisement | baisements |
baisement (fr) αρσενικό