Ουσιαστικό

επεξεργασία

bailiff (en)

  1. (κατά τον Μεσαίωνα) βάιλος ή βαΐλος
  2. τίτλος αξιωματούχου με αρμοδιότητες που ποικίλλουν από χώρα σε χώρα
  3. το αστυνομικό όργανο που παρίσταται σε μία δίκη και εκτελεί τις εντολές του προέδρου