Ετυμολογία

επεξεργασία
bachoter < bachot (απολυτήριο λυκείου στη Γαλλία, → δείτε τη λέξη baccalauréat)

bachoter (fr)

  1. προετοιμάζω βιαστικά εξετάσεις αποστηθίζοντας επιφανειακά την ύλη
  2. (ειδικότερα) μελετώ για το απολυτήριο του λυκείου

Συγγενικά

επεξεργασία