Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ba.ʃo/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
bachot bachots

bachot (fr) αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία