Δείτε επίσης: b.à.t.
      ενικός         πληθυντικός  
bât bâts

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

bât (fr) αρσενικό

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • là où le bât blesse: το ευαίσθητο σημείο

Ομώνυμα / Ομόηχα

επεξεργασία