avril
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
avril (fr) αρσενικό
- ο μήνας Απρίλιος
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- en avril ne te découvre pas d'un fil: εννοεί ότι τον Απρίλιο, λόγω του άστατου καιρού, δεν πρέπει να βγαίνει κανείς έξω χωρίς να προστατευτεί από τη βροχή