avareco
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | avareco | avarecoj |
αιτιατική | avarecon | avarecojn |
avareco (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | avareco | avarecoj |
αιτιατική | avarecon | avarecojn |
avareco (eo)