Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
autograph autographs

autograph (en)

  • το αυτόγραφο
    ⮡  The actor handed out autographs to his fans.
    Ο ηθοποιός μοίραζε αυτόγραφα στους θαυμαστές του.
ενεστώτας autograph
γ΄ ενικό ενεστώτα autographs
αόριστος autographed
παθητική μετοχή autographed
ενεργητική μετοχή autographing

autograph (en)