autocomplétion
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
autocomplétion | autocomplétions |
autocomplétion (fr) θηλυκό
- (πληροφορική) η αυτόματη συμπλήρωση ενός κειμένου ανάλογα με το τι πληκτρολογεί κάποιος
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
autocomplétion | autocomplétions |
autocomplétion (fr) θηλυκό