Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ενικός πληθυντικός
autocarro autocarros

autocarro (pt) αρσενικό

Εκφράσεις επεξεργασία

  • de autocarro - (πηγαίνοντας, κυκλοφορώντας) με το λεωφορείο