Διεθνείς όροι επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

atto- < νορβηγικό atten (no) (= δεκαοχτώ) < αρχαίο νορβηγικό āttjān

  Πρόθημα επεξεργασία

atto-