Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

atterrissement < atterrir

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
atterrissement atterrissements

atterrissement (fr) αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία