atingo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | atingo | atingoj |
αιτιατική | atingon | atingojn |
atingo (eo)
- η επίτευξη
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | atingo | atingoj |
αιτιατική | atingon | atingojn |
atingo (eo)