assumir (pt)

  1. προϋποθέτω
  2. αναλαμβάνω
  3. δέχομαι ως αληθινή υπόθεση, υποθέτω με βεβαιότητα, δέχομαι ένα αξίωμα π.χ. της γεωμετρίας
  4. (μέσο) θεωρούμαι